- μυρμηκιώ
- (α) αμετ.1) чувствовать мурашки по коже; 2) неметь, деревенеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυρμηκιώ — (Α μυρμηκιῶ, άω) πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μυρμηκιώ — μυρμηκίασα, αισθάνομαι φαγούρα, κνησμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ … Dictionary of Greek
μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ … Dictionary of Greek
μυσιώ — μυσιῶ, άω (Α) (για λαίμαργο) αγκομαχώ από την πολυφαγία, είμαι χορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. μυρμηκιώ)] … Dictionary of Greek